Κόκκινο σταφύλι που φυτεύεται ευρέως στην Κρήτη. Το όνομα Κοτσιφάλι προέρχεται από τη λέξη κοτσύφι, το μικρό πουλί που δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στα σταφύλια της ποικιλίας.
Συνήθως συνδυάζεται με την άλλη τοπική ποικιλία, το Μαντηλάρι (ή Μανδηλάρι), συμπληρώνοντας εξαιρετικά η μία την άλλη. Το Κοτσιφάλι αποτελεί συνήθως περίπου τα 2/3 του blend. Ωστόσο, οι καλύτερες αμπελουργικές πρακτικές έχουν οδηγήσει σε περισσότερους μονοποικιλιακούς οίνους στην αγορά.
Τα κρασιά από Κοτσιφάλι έχουν ελαφρύ χρώμα και η διαχείριση του υψηλού τους αλκοόλ μπορεί μερικές φορές να αποτελέσει πρόκληση για τον αμπελουργό. Σε αντίθεση με το Μαντηλάρι, έχει ώριμες, ζουμερές γεύσεις κόκκινων φρούτων, όπως κεράσι και φράουλα, καθώς και θυμάρι και δάφνη. Οι τανίνες είναι απαλές και ώριμες και έχει μέτρια οξύτητα.
Το Κοτσιφάλι έχει έντονη βλάστηση και είναι πολύ παραγωγικό. Αν ο αμπελουργός δεν προσαρμόσει τις καλλιεργητικές πρακτικές του ανάλογα με τον αμπελώνα, αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν να οδηγήσουν σε αδύναμα και υψηλόβαθμα κρασιά. Προτιμά ζεστές τοποθεσίες, όπου τα αρώματα και οι τανίνες ωριμάζουν πλήρως. Οι αμπελώνες χαμηλού υψομέτρου με ελαφρύ αμμώδες έδαφος προτιμώνται, αφού μπορούν φυσικά να περιορίσουν το σθένος του. Η διαχείριση του φυλλώματος είναι απαραίτητη για τη βελτίωση της ροής του αέρα και την προστασία των σταφυλιών από τον βοτρύτη. Κύριες αμπελουργικές περιοχές για το Κοτσιφάλι είναι η ΠΟΠ Αρχάνες, αλλά και η ΠΟΠ Πεζά και η ζώνη ΠΟΠ Χάνδακας Candia. Στις Αρχάνες, τα χαμηλά υψόμετρα (μέχρι 450 μ.) αφήνουν το σταφύλι να ωριμάσει και να αναδείξει πλήρως τον έντονο γευστικό του χαρακτήρα. Οι ΠΟΠ Πεζά και Χάνδακας βρίσκονται σε μεγαλύτερα υψόμετρα, περίπου 500 με 600 μ. Εδώ τα κρασιά είναι πιο ντελικάτα, καθιστώντας τα καταλληλότερα για παλαίωση, τέσσερα ή και παραπάνω χρόνια.